- έγχορδα
- (δργανα) τα струнные инструменты
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἔγχορδα — ἔγχορδος stringed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορχήστρα — Στο αρχαίο ελληνικό θέατρο, ο χώρος όπου χόρευαν ή στέκονταν οι χορευτές. Η ο. ήταν κυκλικός και επίπεδος χώρος απέναντι από τους θεατές, λίγο χαμηλότερος από το επίπεδο της κατώτατης σειράς των καθισμάτων. Δεν αποτελούσε τέλειο κύκλο, γιατί ένα… … Dictionary of Greek
Μουσείο Αρχαίων, Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Οργάνων (Θεσσαλονίκης) — Το Μουσείο Αρχαίων, Βυζαντινών και Μεταβυζαντινών Οργάνων ιδρύθηκε το 1997 για να φιλοξενήσει 200 και πλέον όργανα και αντίγραφα οργάνων στο ιδιόκτητο αναπαλαιωμένο κτίριο της τράπεζας Πειραιώς που βρίσκεται στην οδό Κατούνη 12 14 (περιοχή… … Dictionary of Greek
μουσικά όργανα — Σύμφωνα με τη φύση των σωμάτων που είναι προορισμένα να παράγουν ήχο (αν και μερικοί μελετητές τείνουν προς μια ιστορική ταξινόμηση), τα μ.ό. διακρίνονται σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες: τα ιδιόφωνα, τα μεμβρανόφωνα, τα χορδόφωνα και τα αερόφωνα … Dictionary of Greek
κρουστός — ή, ό (AM κρουστός, ή, όν) [κρούω] (για μουσικό όργανο) αυτός που παίζεται με κρούση νεοελλ. 1. (για ύφασμα) αυτός που έχει πυκνή ύφανση, πυκνός, πυκνοϋφασμένος 2. (για φρούτο) τραγανός, σκληρός («κρουστό σταφύλι», Παλαμ.) 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ … Dictionary of Greek
Πεντερέτσκι, Κριστόφ — (Penderecki Kzrystof, Ντέμπικα 1933 –) Πολωνός συνθέτης. Σπούδασε μουσική στο Ωδείο της Κρακοβίας και ξαφνικά απέκτησε διεθνή φήμη το 1959, όταν κέρδισε και τα τρία βραβεία του διαγωνισμού σύνθεσης της Ένωσης Πολωνών Συνθετών, με τα έργα του… … Dictionary of Greek
Σένμπεργκ, Άρνολντ — (Schonberg). Αυστριακός συνθέτης και θεωρητικός εβραϊκής καταγωγής (Βιέννη 1874 Λος Άντζελες 1951). Σπούδασε βιολί και βιολοντσέλο και στη σύνθεση επωφελήθηκε (στην ουσία ο Σ. ήταν αυτοδίδακτος) από τη διδασκαλία του Αλεξάντερ φον Ζεμλίνσκι,… … Dictionary of Greek
άνεση — η (AM ἄνεσις) [ανίημι] 1. έλλειψη βιασύνης 2. απελευθέρωση, έλλειψη περιορισμών 3. ξεκούραση, χαλάρωση νεοελλ. 1. ευκολία ζωής, βόλεμα 2. φρ. «οικονομική άνεση» οικονομική ευχέρεια, ευπορία μσν. 1. ευθυμία 2. ικανοποίηση αρχ. 1. μείωση, ύφεση 2.… … Dictionary of Greek
έγχορδος — η, ο (AM ἔγχορδος, ον) 1. αυτός που έχει χορδές 2. το ουδ. ως ουσ. τα έγχορδα μουσικά όργανα με χορδές, σε αντίθεση με τα πνευστά … Dictionary of Greek
ένηχος — ἔνηχος, ον (AM) [ήχος] (για πρόσ.) γνώστης, έμπειρος, ειδήμων μσν. αυτός που φαίνεται πως ηχεί στη μνήμη ή στην ακοή, έχει καθαρό ακουστικό ερεθισμό, ο έναυλος αρχ. 1. αυτός που παράγει ήχο, ψίθυρο, φλοίσβο («ἔνηχα ὕδατα», Φιλόστρ.) 2. (για… … Dictionary of Greek
ακούρδιστος — και ντιστος, η, ο 1. (για έγχορδα μουσικά όργανα) αυτός που δεν έχει τις χορδές τεντωμένες σύμφωνα με τη μουσική κλίμακα 2. (για ρολόγια) αυτός τού οποίου το ελατήριο δεν συσπειρώθηκε ώστε να τεθεί σε λειτουργία 3. (για πρόσωπα) αυτός που δεν τόν … Dictionary of Greek